- κράντορα
- κράντωρrulermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κράντορα — Κράντωρ ruler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράντορ' — Κράντορα , Κράντωρ ruler masc acc sg Κράντορι , Κράντωρ ruler masc dat sg Κράντορε , Κράντωρ ruler masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράντορ' — κράντορα , κράντωρ ruler masc acc sg κράντορι , κράντωρ ruler masc dat sg κράντορε , κράντωρ ruler masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύντωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βοιωτός, ονομαστός για την περικεφαλαία του, που ήταν κοσμημένη με δόντια κάπρου. 2. Πατέρας του Φοίνικα, που καταράστηκε τον γιο του να μείνει άτεκνος, επειδή, από στοργή προς τη μητέρα του, κατέκτησε την ερωμένη… … Dictionary of Greek
θεαίτητος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθηματικός (4ος αι. π.Χ.). Πέθανε νεότατος από αρρώστια που του μεταδόθηκε στον πόλεμο. Από τον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, που είναι αφιερωμένος σε αυτόν, συνάγεται ότι υπήρξε μαθητής του Θεόδωρου του Κυρηναίου και … Dictionary of Greek